τιράντα

τιράντα
και ράντα, η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι τιράντες
α) λωρίδες από ελαστικό, συνήθως, ύφασμα που περνούν πάνω από τους ώμους και συγκρατούν το παντελόνι
β) λωρίδες από ύφασμα που ενώνουν το μπροστινό με το πίσω μέρος γυναικείων, συνήθως, ενδυμάτων και εσωρούχων
γ) είδος δακτυλίων από στερεό ύφασμα ή δέρμα που ράβονται στο πάνω και πλάγιο μέρος κάθε υποδήματος, συνήθως μπότας, για να διευκολύνουν την εισαγωγή τού ποδιού
δ) (ναυτ.-τεχνολ.) μεταλλικές ράβδοι που ενισχύουν τους ατμολέβητες πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tirante, μτχ. τού tirare «τραβώ»
Ο τ. ράντα προήλθε από το τιράντα με αποβολή τού τι-, που θεωρήθηκε εσφαλμένα ως αιτ. τού άρθρου τη ράντα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τιράντα — η (λ. ιταλ.), λουρίδα από λάστιχο ή ύφασμα για να συγκρατιούνται φορέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπρετέλα — η η τιράντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bretelle < αρχ. γερμ. brittil «χαλινάρι»] …   Dictionary of Greek

  • ράντα — (I) η, Ν 1. σύνολο διατεταγμένων χρηματικών ποσών που καταβάλλονται ανά ίσα χρονικά διαστήματα 2. φρ. α) «πρόσκαιρη ράντα» ράντα τής οποίας ο αριθμός τών καταβολών είναι πεπερασμένος β) «διηνεκής ράντα» ράντα τής οποίας ο αριθμός καταβολών είναι… …   Dictionary of Greek

  • βρακοσύρτης — ο η τιράντα, ο ανωμίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”