- τιράντα
- και ράντα, η, Ν1. συν. στον πληθ. οι τιράντεςα) λωρίδες από ελαστικό, συνήθως, ύφασμα που περνούν πάνω από τους ώμους και συγκρατούν το παντελόνιβ) λωρίδες από ύφασμα που ενώνουν το μπροστινό με το πίσω μέρος γυναικείων, συνήθως, ενδυμάτων και εσωρούχωνγ) είδος δακτυλίων από στερεό ύφασμα ή δέρμα που ράβονται στο πάνω και πλάγιο μέρος κάθε υποδήματος, συνήθως μπότας, για να διευκολύνουν την εισαγωγή τού ποδιούδ) (ναυτ.-τεχνολ.) μεταλλικές ράβδοι που ενισχύουν τους ατμολέβητες πλοίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tirante, μτχ. τού tirare «τραβώ»Ο τ. ράντα προήλθε από το τιράντα με αποβολή τού τι-, που θεωρήθηκε εσφαλμένα ως αιτ. τού άρθρου τη ράντα].
Dictionary of Greek. 2013.